Παραλαβή σταφυλιών στη Σταφυλοδόχο
Παραλαβή σταφυλιών στη Σταφυλοδόχο
Οι ευχές κατά τη διάρκεια του τρύγου έδιναν και έπαιρναν: «χίλια γουμάρια», ανταπαντώντας οι άλλοι «τα μ’ σά θ’ κά σ» ή… «χίλιες ευχές να σ’ ακλουθάνι».
Όλοι σκυμμένοι και μόνο οι κουβαλητάδες, τρέχοντας ανάμεσα στα κλήματα, άδειαζαν τα κοφίνια. Μερικές φορές κάποιος έμπειρος μπροστά απ’ όλους διάλεγε τα πιο ώριμα σταφύλια για να μπουν κάτω-κάτω στα σακιά να «βγει ο βαθμός καλός».
Όταν το «γομάρι» (φορτίο) ήταν έτοιμο, φόρτωναν για την πρώτη στράτα, ενώ φώναζε το αφεντικό στον αγωγιάτη «τά μάτια σ’ τέσσιρα, μη χάσουμι το γράδο».
Ένα γομάρι ήταν 133 κιλά και 14 βαθμούς.
Στη σταφυλοδόχο κάθε περιοχής, κατά την παραλαβή, ο προϊστάμενος προσπαθούσε να συντονίσει τους πάντες για να ξεκινήσει η διαδικασία.
Εργάτες πηγαινοέρχονταν κουβαλώντας εργαλεία, κυλώντας βαρέλια για το μούστο, χωνιά, πλάστιγγες, οι γραφιάδες τα χαρτικά τους, ένα πολύβουο μελίσσι. Τα ζώα φορτωμένα συνωστίζονταν σχηματίζοντας μεγάλη ουρά, τσαλαπατώντας διαρκώς λόγω του μεγάλου φορτίου.
Τα γαϊδουράκια ξεφορτώνονταν γιατί δεν άντεχαν το βάρος για πολύ. Άρχιχαν οι γκρίνιες από τους αγωγιάτες καθώς και οι πρώτες αψιμαχίες, αλλά με το «πάμε» του προϊστάμενου όλοι σταματούσαν…
Τα σταφύλια τοποθετούνταν στη πλάστιγγα για ζύγισμα.
Όταν ο αγωγιάτης έφτανε στην παραλαβή, ξεφορτώνονταν τα σταφύλια στην πλάστιγγα. Ο ζυγιστής ανεβοκατεβάζοντας τα «ζύγια» και με γρήγορες κινήσεις τα ζύγιζε. Φώναζε δυνατά όνομα και κιλά για να ακούσει ο «γραφιάς».
Μετά, τα άδειαζαν με προσοχή να μην σκορπίσει η «κατσούλα» όπως λέγανε, δηλαδή τα ώριμα.
Ένας εργάτης έπαιρνε με μια «πιρούνα» σταφύλια και τα έβαζε στο «μαστέλλο», ένα ξύλινο δοχείο για να «τα πατήσει». Καμιά φορά αν η «πιρουνιά» δεν ήταν καλή, έλεγε χαριτολογώντας ο παραγωγός « αχ στ’ν καρδιά μη κάρφουσις».
Σε αυτήν τη φάση έπρεπε το μάτι του μεταφορέα και του παραγωγού να είναι ανοιχτό.
Ξυπόλητοι οι εργάτες με γρήγορες κινήσεις έλειωναν τα σταφύλια, τα έστυβαν καλά και το μούστο τον έβαζε στον «τσούκο», ένα σκεύος με μια σίτα στη μέση σα σουρωτήρι, το ανακάτευε και γέμιζε το «γράδο».
Ο «γραδαρ’στής» έβαζε το γράδο και φώναζε το βαθμό. Υπήρχαν πολλές διενέξεις σε αυτήν τη φάση. Επειδή ο μούστος έκανε αφρό, φώναζε ο παραγωγός «τουν’ αφρό φύσα» για να φαίνεται καλά η κλίμακα.
Αν δεν άρεσε ο βαθμός μπορούσε να γραδάρει έως και τρεις φορές και να πάρει το μέσο όρο. Όλα τα στοιχεία αυτά τα κατέγραφε ο γραφιάς και έκοβε το «μπουλέτο».
Επίσης, μετρούσαν και τη θερμοκρασία του μούστου γιατί προσέθετε μισό βαθμό στο γράδο. Τις αποδείξεις αυτές τις συγκέντρωναν για να συμφωνήσουν αργότερα με το Συνεταιρισμό.
Τα σταφύλια απ’ την παραλαβή φορτώνονταν σε φορτηγά για να μεταφερθούν στο Οινοποιείο ΕΟΣΣ στο Μαλαγάρι. Το ίδιο και ο μούστος από τις δεξαμενές όπου μαζευόταν έμπαινε σε μεγάλα βαρέλια και πάλι στο οινοποιείο άμεσα, γιατί ξεκινούσε ο βρασμός.
Όταν ο «αγωγιάτης» γύριζε στο κτήμα, ρώταγε το αφεντικό «του’ ν’ είχι ή του χάσαμι του γράδου» κι αν δεν άρεσε ο βαθμός, πήγαινε η γκρίνια σύννεφο.
Καμιά φορά, πιο παλιά, μερικοί ενοικίαζαν και κρασοβάρελα από το Συνεταιρισμό για να βάζουν τον περίσσιο μούστο απ’ το πατητήρι.